νεαλής

νεαλής
νεαλής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα
2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός
3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία
4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος
5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος
6. αυτός που έχει αλατιστεί πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < νέος + -αλ-ής, που εμφανίζει το θ. αλ- τού αν-αλ-τος* (Ι) «άπληστος, ακόρεστος» και συνδέεται με το λατ. alo «τρέφω». Οι αρχαίοι, ωστόσο, συνέδεαν το β' συνθετικό με το ἁλίσκομαι (πρβλ. δουρι-αλής, ευ-αλής), οπότε η κυριολεκτική σημ. είναι «ο πρόσφατα αποκτηθείς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεαλής — νεᾱλής , νεαλής newly caught masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαλῆ — νεᾱλῆ , νεαλής newly caught neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεᾱλῆ , νεαλής newly caught masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεᾱλῆ , νεαλής newly caught masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαλεῖ — νεᾱλεῖ , νεαλής newly caught masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεᾱλεῖ , νεαλής newly caught masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαλεῖς — νεᾱλεῖς , νεαλής newly caught masc/fem acc pl νεᾱλεῖς , νεαλής newly caught masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαλές — νεᾱλές , νεαλής newly caught masc/fem voc sg νεᾱλές , νεαλής newly caught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναηλείς — ναηλεῑς (Α) (κατά τού Ησύχ.) (στους Θεσσαλούς) «πρόσφατοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το νεαλής*] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεοαλής — νεοαλής, ές (Α) αυτός που αλατίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεαλής] …   Dictionary of Greek

  • νεαλοῦς — νεᾱλοῦς , νεαλής newly caught masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεαλέσι — νεᾱλέσι , νεαλής newly caught masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”